Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου των.
Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.
Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ, έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.
Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως, απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων, και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ ευχαριστήσεως.
– Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·
– Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε μαζύ τρία χρόνια φυλακή.
– Αβδέρ-Γεζίτ!
– Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.
– Αβα-ήλ-Μουλεύ!
– Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή, μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.
– Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.
– Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου;
– Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.
– Αβούλ-βεν-Χακήμ!
– Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.
– Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.
– Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.
– Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας – εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος – εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος Εδρίς-Μωχαμέτ.
Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.
– Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει – ας πάρη κ' ένα κουκί παραπάνω!
– Όχι