Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
στιγμήν ακριβώς εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.
– Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα, νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.
Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·
– Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα, δεν με λυπάσαι;
– Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει, συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.
– Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς· άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη φοβήσαι.
Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.
– Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.
Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.
– Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι τρέχει;
– Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.
– Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν, διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.
Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της οικογενείας Παρδαλού.
– Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού, στενάζουσα μετά κόπου – ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως, ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της, είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. – Ουφ και αυταίς η συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι έπαθα.
– Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος – και εξέτεινε την χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος – τον οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.
– Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.
– Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. – Έπειτα, προσέθηκε πάλιν απαθώς, διατί να φορέσης,