Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην, ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς δι' εμέ θεάματος.
Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του ταράχου εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με επλήρουν υπερηφανείας, διότι ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της αξίας μου.
– Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου άλλον συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.
– Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της φτώχιας, καθώς φαίνεται.
– Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας βρίσκεται.
– Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;
– Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.
– Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το ους του συναδέλφου του.
– Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.
– Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός σου;
– Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.
Περαιτέρω άλλος διάλογος.
– Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.
– Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη δεν βλέπει.
– Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;
– Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.
Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και ηγόρασε δύο μετοχάς.
– Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν την μανίαν;
– Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του, να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα ερήμην.
– Το λέγεις τάχα δι' εμέ;
– Και διά σε και δι' εμέ.
Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή, προσπαθούντες – κωμικώτατον φαινόμενον – να απατήσωσιν αλλήλους. Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: – Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο δε – Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.
Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του προ αυτών νοσολογικού