Ανάλεκτα Τόμος Πρώτος. Angelos Vlachos
απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:
– Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!
– Μωρέ στάσου!
– Πούνε την!
– Για να ιδώ!
– Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!
– Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών, και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.
– Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν' αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!
– Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.
– Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να θέλης.
Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς παρετράπη.
– Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος!
– Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!
– Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον, ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση και η λίρα!
– Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή ανθρώπου έχων εξωτερικόν.
– Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την αντιπολίτευσι!
– Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.
– Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη.
– Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο! Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.
– Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην. Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον απαισιόδοξον.
– Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;
– Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, – και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ'