Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
η μυριόδοξη η Πνύκα δεν είχε πέραση στην Αθηναίικη πολιτεία σε κείνους τους χρόνους. Σα να είτανε μάλιστα και καταδικασμένη σε σιωπή. Όταν οι Ρωμαίοι οι στρατηγοί είχαν ή προσταγή ή φοβέρα να τους μηνύσουν, την Πνύκα δεν την καταδέχουνταν· ανεβαίνανε σε «βήμα» αρχοντικώτερο, ίσως μαρμαροπελέκητο, αντίκρυ στην περίλαμπρη στοά του Κεραμεικού. Σ' αυτό το βήμα απάνω, μια από τις πολυτάραχες εκείνες μέρες, μπρος στους ταραγμένους πολίτες, ανέβηκε ένας που σαν το Θησέα τον απάντεχαν από τον Πειραιά. Είταν άραγες Αθηναίος κι αυτός; Όχι. Είταν ξένος σατράπης ή στρατηγός; ρήτορας; Μήτε. Είταν ο νόθος ο Αριστίωνας, Αφρικάνικης δούλας παιδί. Τον πατέρα του μήτε κείνη δεν τόνε γνώριζε ποιος είταν. Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του. Απανωτά τα λάβαιναν οι Αθηναίοι τα ροδινά του μηνύματα και ταξίματα. Ως και δημοκρατία απόλυτη τους έταζε, ας μένανε μονάχα φίλοι του Μιθριδάτη. Τάχαφταν όλα αυτά οι Αθηναίοι, και πανηγύριζαν από τότες το τέλος της Ρώμης.
Όταν ο Αρχέλαος, ο στρατηγός του τυράννου, ξεκινούσε κατά τον Πειραιά με τις μυριάδες του, σαν είδος προάγγελος παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο Αριστίωνας με δορυφόρους δυο χιλιάδες. Απάνω σ' αργυροπόδαρο φορείο τον ανέβασαν από τον Πειραιά το σωτήρα τους, σε παλάτι τονέ φιλέψανε με ζωγραφιές και μ' αγάλματα καταστολισμένο, κι αφού ύστερ' από ύπνο βασιλικό απάνω σε μαλακόστρωτα κρεββάτια σηκώθηκε και με πομπή και παράταξη κινούσε κατά τον Κεραμεικό, έτρεχαν κοπάδι οι Αθηναίοι να ψάξουνε τις χρυσές του χλαμύδες και να πουν πως τον άγγιξαν το Σωτήρα τους. Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». – «Θάρρος και πες τα μας!» ξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας. Όσες αλήθειες κι όσα ψέματα πέρασαν από το νου του τους τα ραψώδησε ώσπου ακούστηκε βαθύ μουρμουρητό απ' άκρη ως άκρη. «Και τι θαρρείτε σας συβουλεύω τώρα να κάμετε;» τους ρωτάει. «Να τους αψηφήστε τους Ρωμαίους, να τους πολεμήστε, να γλυτώστε τη χώρα σας και τα ιερά σας, και να ξαναζήστε πάλι δοξασμένοι και λεύτεροι σαν και πρώτα.»
Τι άλλο να κάμουν οι Αθηναίοι παρά να τονέ διορίσουνε στρατηγό τους, τέτοιο γλυκόγλωσσο ρήτορα! Κι αυτός τότες, αφού τους χάδεψε και μάλλες κολακείες, τους παρακάλεσε να του διαλέξουν κι άλλους βοηθούς, και περίμεναν πια τώρα να βγη τόνειρό τους.
Σαν όνειρο που είτανε, μήτε μια μέρα δε βάσταξε. Όχεντρα έγινε ο μαλακόγλωσσος ο Αριστίωνας άμα πήρε την εξουσία, ας είταν καλά οι δυο χιλιάδες οι δορυφόροι. Ρουθούνι τίμιου πολίτη δεν άφησε. Κήρυξε αμέσως πολιορκία, κ' έφραξε την πόλη από παντού, να μη φεύγουν. Όσοι σκαλώνανε τα τειχίσματα και πηδούσανε να γλυτώσουν, κακός θάνατος τους έβρισκε αποκάτω.