Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
τα μακριά. Ένας μάλιστα που δε σώθηκε τόνομά του να μένη και να το δίνουμε στους Ρωμιούς Πασάδες της Τουρκοκρατίας, ερθόντας μια φορά στη Ρώμη με τέτοια στεφάνια, κι ακούσαντας το φονιά της Αγριππίνας που τραγουδούσε, καμώθηκε πως τόσο γλυκεία φωνή στην Ελλάδα δεν άκουσε, και τον παρακινούσε δίχως άλλο να κατεβή για να τονέ θαμάση κ' η Ελλάδα. Φουσκωμένος ο τύραννος μ' όση γίνεται φαντασία, βέβαιος μέσα του πως γεννήθηκε μεγάλος και τρανός καλλιτέχνης, και πως δεν τον έννοιωθαν οι Ρωμαίοι, αποφασίζει αμέσως να κατέβη στη χώρα όπου κατά τα λόγια του γνώριζαν ακόμη από τέχνη, και στέλνει μήνυμα ναργοπορήσουν οι μεγάλοι Αγώνες, Ολύμπια, Νέμεα, Πύθια κλ, και να πανηγυριστούν όλοι σύγκαιρα όταν είναι και κείνος φερμένος. Όλα λοιπόν τα ιερά εκείνα πανηγύρια που να τα σταματήσουνε δεν είχανε σώσει πολύχρονες συφορές, τα σταμάτησε ο παντοδύναμος Νέρωνας. Ήρθε στην Ελλάδα, με μεγάλη συνοδία, όλοι αρματωμένοι κιθάρες και φλογέρες. Δε φαίνεται νάφριξαν τα ιερά τάλση, μήτε να σάλεψαν από τρομάρα οι αδριάντες των Ολυμπιονικών, ούτε του Πινδάρου το φάντασμα να ξαφνίστηκε σαν παρουσιάστηκε η βαρβαρική συνοδία. Δε φαίνεται μήτε ναποσβολώθηκαν από ντροπή οι Ελλανοδίκες κ' οι άλλοι πατριώτες, αφού με παράταξη κι από τις πρώτες πιο μεγαλήτερη άρχισαν τα Ολύμπια του χρόνου εκείνου (66 μ. Χ.).
Λυπητερό θέαμα και σπαραχτικό· το θεϊκό πανηγύρι που χρόνια και χρόνια δόξαζε την Ελλάδα να καταντάη είδος «μεϊντάνι» για να ζητιανεύη ένας Νέρωνας τη δόξα από ταπεινωμένο και ξεφυλισμένο λαό.
Βγήκε τότες αγέρωχα ο Νέρωνας με το «άρμα». Τρέχοντας όμως πέφτει χάμω, και τύχη του που δεν τούσπασε το κεφάλι. Ίσως για να ταπεινωθή ακόμη πιώτερο ο λαός, και ναναγκαστή να του δώση της ελιάς το στεφάνι. Άλλος άνθρωπος αν είτανε, θάλιωνε ίσως από ντροπή, να το βλέπη μονάχα το σημάδι εκείνο της δόξας ύστερ' από τέτοιο ρεζίλι. Μα ο Νέρωνας, όχι άνθρωπος, μήτε τύραννος δεν είταν κοινός. Είταν η ψυχή του χυμένη από μπρούντζο. Κι άμα βγήκε η απόφαση και στεφανώθηκε, ανέβηκε κάπου και στάθηκε να τον καμαρώσουν κι αυτόν και τη δυνατή του φωνή, επειδή ο ίδιος έκαμνε και τον κράχτη της νίκης του.
Στα Ίστμια πάλε τόσο μέθησε από παρόμοιες αρπαγμένες δόξες, που αναπήδηξε στο βήμα και κήρυξε όλη την Ελλάδα αυτόνομη! Τονέ χειροκρότησε η δύστυχη Ελλάδα, μην υποψιάζοντας το τι της μαγείρευε, κι όχι πολύ αργότερα.
Οι ακολασίες του στην Κόρινθο ξεπέρασαν κάθε μέτρο. Πιο σιχαμερώτερο πράμα δεν υπάρχει από την περιγραφή τους, μήτε πιο θλιβερό. Έπρεπε να είναι η ξεφυλλισμένη η Κόρινθο του καιρού εκείνου για να τα χωνεύη. Το χερώτερο, που χρειάστηκε και χρηματικό, και τότες πια είναι που άρχισε ναλησμονάη τα ταξίματά του, και να θανατώνη δεξιά κι αριστερά άντρες και γυναικόπαιδα, για να τρώη τις περιουσίες τους. Μια και ξέσπασε η θεριωσύνη του, προχωρούσε η ρήμαξη και πήγαινε. Εκατοστές καλλιτεχνήματα ξεσκούπισε από την Αθήνα κι απ' άλλους ναούς, και τάστελνε στην ξεγυμνωμένη του Ρώμη. Στους Δελφούς πάλε, που τόλμησε η Πυθία να τον ονομάση Ορέστη, που σκότωσε τάχα τη μάννα του, κατάργησε και το Μαντείο, αφού έσφαξε κάμποσους.
Ένα