Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. – «Ακόμα κάθεσαι;» του μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάρα!» Πήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος. Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν.
Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας δηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του. Μα άφησε που μήτε τα ονειρεύουνταν πια οι δικοί μας τέτοια κινήματα, είναι ζήτημα κι αν τους σύφερνε ναφήσουν τη Σκύλλα και να πέσουνε μέσα στη Χάρυβδη. Νίκησε λοιπό με τον καιρό η επιμονή του ακαταδάμαστου Σύλλα. Γύρισε τότες ο Ρωμαίος όλη του την προσοχή στην Αθήνα. Τους αφάνιζε η πείνα τους δύστυχους Αθηναίους. Ποδήματα κι άδεια τουλούμια έβραζαν κ' έτρωγαν, λέει ο Πλούταρχος. Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα. Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται.
Μια από κείνες τις φοβερές μέρες, δυο γεροντάκια κουβεντιάζοντας σιμά στα τειχίσματα παραξενευόντανε γιατί μαθές ο Ρωμαίος να μη χτυπάη από το μέρος που λέγεται σήμερα Χαλκούρι (Επτάχαλκον), που είταν και το πιο αδύνατο. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι. Λίμνη αίμα σκέπασε τον Κεραμεικό. Διακόσα χρόνια πέρασαν, και τάβλεπε ακόμα ο Πλούταρχος τα σημάδια εκείνου του χαλασμού. Πολλοί σκοτώθηκαν και μονάχοι τους από την απελπισία. Ένα σωστό κ' εύλογο έπραξε τότες ο Σύλλας, που θανάτωσε και τον Αριστίωνα.
Τι λογής πήρε κ' έκαψε κατόπι τον Πειραιά ο Σύλλας, τι λογής αντάμωσε τον Αρχέλαο στη Χαιρώνεια και τον ξολόθρεψε, τι λογής έκλεψε τους Θηβαίους για να ξεπλερώση τα δανεισμένα ταφιερώματα κ' έκαμε τέλος ειρήνη με τον ταπεινωμένο Μιθριδάτη, είναι της Ρωμαϊκής ιστορίας. Εμάς ο σκοπός μας είτανε να δείξουμε πρώτο, πόσο ακατανόητη πάντα στάθηκε η μωροπιστία των Αθηναίων, και δεύτερο, πόσο λίγο σκοτιζόντανε για πολιτική λευτεριά κ' οι Αθηναίοι κ' οι άλλες οι πολιτείες τριγύρω, σε καιρούς που είχαν ακόμη τρόπο να τους καταστρέφουν τους ξένους ή και να τους βάζουνε να τρώγουνται αναμεταξύ τους, αν αντίς Πολιτείες χωρισμένες η μια από την άλλη, κ' η καθεμιά μέσα της με κόμματα, είταν έθνος με πολιτική ένωση, με μια και μονάχη φιλοδοξία,