Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
της χώρας, παρά σαν ξένα λούλουδα φυτρωμένα σε μαρμάρινες γλάστρες εδώ και κει. Ξένες κ' οι γλάστρες, ξένη κ' η κοπριά τους και δανεισμένη, επειδή ο τόπος μήτ' εμπόριο δε φαίνεται να είχε της προκοπής, μήτε βιομηχανία ριζωμένη, μήτ' άλλη πόρεψη, εξόν από τα χαρίσματα και τα δανεικά των ξένων, που οι πιώτεροί τους έθρεφαν και πάχαιναν τους ψευτόσοφους και παράλλυτους μέσα στην Αθήνα και μέσα στην Κόρινθο.
5 Αεροκοπανίσματα
Όταν ο Βεσπασιανός το διαλαλούσε πως την έχασαν οι Έλληνες τη φιλοτιμία τους, πρέπει να γύρευε αφορμή να τους σιδεροδέση, καθώς είπαμε. Όταν όμως έδιωξε κοπαδιαστά από τη Ρώμη τους Έλληνες φιλοσόφους, δεν μπορούμε να πούμε πως φέρθηκε και παράλογα.
Φοβερή πληγή οι φιλόσοφοι των καιρών εκείνων! Αγύρτες πρωτοφανέρωτοι στον κόσμο, που με τέχνη ψιλοδούλευτη τον κοπάνιζαν, τον άλεθαν, και τον κοσκίνιζαν τον αέρα! Η επιστήμη της αγυρτείας ποτές δε φούντωσε με τόση δύναμη στην οικουμένη, κ' ίσως μήτε θα ξαναβλαστήση. Φαίνεται σα να στέριωναν τα θεμέλια, σα νάχτιζαν τα Πελασγικά τα τειχίσματα της Ρωμαίικης μωρολογιάς οι Τιτάνες εκείνοι της σοφιστείας. Μήτε κουκούτσι ουσία δεν έκρυβαν τατέλειωτα λόγια τους. Και καθώς όταν πήγαιναν τότες οι Έλληνες στα Μαντεία, δε ρωτούσαν πια για πολέμους και για νίκες, παρά για γάμους και για προικιά, έτσι κι όταν άκουγαν την ανούσια εκείνη ρητορική, βρίσκανε στο τέλος άδειο και το πουγγί τους από χρήματα, και το κεφάλι τους από κάθε ιδέα.
Το κακό είταν αρχινημένο από καιρό. Τους θυμούμαστε τους φίλους εκείνους του Σωκράτη, που την αλήθεια την ψεύτωναν και την ψευτιά την αλήθευαν. Τονέ θυμούμαστε το Λεοντίνο το Γοργία τότες που ανέβαινε το βήμα και προσκαλούσε τους Αθηναίους να του διαλέξουνε θέμα, κι αυτός να τους μιλήση. Μα τότες, όσο κι αν κρυφόχυνε το φαρμάκι της η τέχνη αυτή της ψευτοσύνης, δεν μπορούσε και να ριζώση καθώς ρίζωσε στο έθνος αργότερα, και τούπνιξε ό,τι ζωή του απόμνησκε, καθώς τα ρομάνια πνίγουνε γέρικα κι ακλάδευτα κλήματα.
Θαρρείς και γέμισε τώρα ο Ελληνικός ο αέρας μύγες, κουνούπια, κι άλλα μαμούνια, αφού όλο τέτοια εγκώμιαζαν οι σοφοί εκείνοι. Και τι άλλο να σοφιστούν και να μελετήσουνε! Μήτε νόμοι πια ζωντανοί, μήτε κυβέρνηση, μήτε πόλεμος, μήτε ειρήνη. Άλλο από γλώσσα δεν απόμνησκε στο κεφάλι τους, άλλο από εγωισμό δεν έκρυβε η ψυχή τους.
Δεν είναι ιστορικός μονάχα, ο λόγος που κάτι πιο περιστατωμένα προσπαθούμε να περιγράψουμε το Σοφιστή της Ρωμαϊκής εποχής. Είναι και ψυχολογικός. Είναι και για να νοιώσουμε πόσο μακρινό ταξίδι πρέπει να κάμη άνθρωπος κατά τα βάθια της αρχαιότητας, για νανακαλύψη τις πηγές του Ρωμαίικου του Νείλου.
Ο καθαυτό ο Σοφιστής είναι η αποθέωση της ψυχικής τυφλοσύνης. Την ξυπνάδα του να τη μεταχεριστή για κοινό καλό δεν το συλλογίζουνταν, αφού αληθινή σοφία δε γύρευε. Μάλιστα τέτοιο πράμα το θάρρειε κι ανοησία. Η κοινωνία τριγύρω του τίποτις ιερό μήτε όσιο πια δεν είχε. Από τέτοια κοινωνία παρμένος κι ο ίδιος του, γνώριζε τι της άρεζε. Της άρεζε ο θόρυβος, η θεωρία, τα υστερικά, τα φανταχτερά, κι ας είταν κι ανούσια. Παθολογική αρρώστια, καθώς