Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
τα μακριά, κι ως τόσο ο Σεπτίμιος ο Σεβήρος (192 μ. Χ.) μαλλοτρωγότανε με τον αντίπαλό του τον Πεσκένιο Νίγρο, και μάλιστα στα δικά μας μέρη. Και το παράξενο που θέατρο εκείνης της παλαίστρας είτανε το Βυζάντιο! Την έκαμε τότες την πλούσια νύφη του Βοσπόρου γης Μαδιάμ ο Σεβήρος σαν την κυρίεψε. Τόσο λίγο την έννοιωθε την αξία της, τόσο λίγο υποψιάστηκε το μεγάλο της ριζικό.
Μόλις ανέβηκε το θρόνο ο Καρακάλλας (211), και ξανασπάσανε μερικά προμηνύματα της φοβερής πλημμύρας που κατέβαινε, όλο κατέβαινε.
Το πρώτο όμως μεγάλο κακό, που έκαμε τους Ρωμαίους και τα χρειάστηκαν κάπως, έγινε στον καιρό του Φιλίππου, ως 250 μ. Χ.· Κατέβηκαν τότες οι Γότθοι ως την Κάτω Μοισία, τη σημερινή Βουλγαρία. Χάλασαν τον κόσμο και κει, και στη Θράκη κάτι αργότερα. Ως και τη Φιλιππούπολη την κυρίεψαν ύστερ' από μάχη πολύ φονικιά. Και μόλις παραδεχτήκανε να μεταγυρίσουνε στα βορεινά τους λημέρια μαζί με σκλάβους και μ' άλλα αρπάγματα, όταν τους έταξαν οι Ρωμαίοι χρονιάτικο δόσιμο.
Περνούνε δεν περνούνε μερικοί μήνες, και σαν τις ακρίδες πέφτουνε καταπάνω στις ίδιες χώρες αρίθμητα πλήθη, κι όχι πια Γότθοι μονάχα, μα και Σκύθοι, κι άλλοι. Με χιλιάδες καΐκια περνούνε τη Μαύρη Θάλασσα και κατεβαίνουνε στη Μικρασία αρπώντας και ξολοθρεύοντας. Ως κι ο Βόσπορος βαρβάρους γέμισε τότες. Στάθηκαν όμως τυχερώτεροι αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι με το στρατηγό τους τον Αιμιλιανό, που χτύπησε τους βαρβάρους στη Μοισία (253) και γλύτωσε τον τόπο από την πληγή.
Τονέ γλύτωσε όμως για την ώρα μονάχα. Σαν ταγρίμια που μια και πιουν ανθρώπινο αίμα δεν μπορούν πια ν' αλησμονήσουν τη γλύκα του, έτσι κ' οι βορεινοί εκείνοι βάρβαροι δεν μπορούσανε ν' αλησμονήσουν τέτοιες πλούσιες χώρες· μόνο πάλι ξεκινούνε μετά δυο τρία χρόνια, πάλι πλημμυρίζουνε Μακεδονία και Θράκη· τώρα όμως φοβερίζουνε και τη Θεσσαλονίκη, και βλέπουμε πως και στην καθαυτό Ελλάδα τοιμαστήκανε να τους αντικρούσουν δηλαδή και στρατό έστειλαν οι Ελληνικές Πολιτείες να πιάσουν τη Θερμοπύλα, κ' οι Αθηναίοι, που τα τειχίσματά τους έμνησκαν γκρεμισμένα από τον καιρό του Σύλλα, αρχίζανε να τα ξαναχτίζουν, αφού μήτε από τους Ρωμαίους δεν πολυπροσμένανε στην αρχή σπουδαία βοήθεια. Μέτρα ξαφνικά κ' υστερικά, κι όχι φρόνιμης και λογαριασμένης πολιτικής.
Μήτε αυτή ως τόσο τη φορά δεν ξαπλώθηκε το κακό ως την καθαυτό Ελλάδα, ας είναι καλά η Θεσσαλονίκη, που τους έκοψε το δρόμο με τα δυνατά οχυρώματά της.
Χρόνος πια τώρα δεν περνούσε που να μην παρουσιάζουνται οι άγριες φυλές, πότε στην Ιλλυρία, πότε ανατολικώτερα, κατά τον Εύξεινο. Σε μιαν από τις πλημμύρες εκείνες, αφού χάλασαν την Τραπεζούντα κατέβηκαν και στο Βυζάντιο· μα και στη Χαλκηδόνα περάσανε με ψαράδικα, κι αφού νίκησαν εκεί τους Ρωμαίους ξεκίνησαν ως τη Νικομήδεια, τη Νίκαια, την Προύσα. Και σαν άρπαξαν ό,τι βρήκανε, βάλανε φωτιά και γύρισαν πίσω.
Οι Ρωμαίοι ως τόσο τι έκαμναν; Είχαν άλλες δουλειές αυτοί τώρα. Ο Βαλεριανός, καθώς και ο γιός του ο Γαλλιηνός (267 μ. Χ.), πότε με τους Πέρσους τα είχανε, πότε με τους Γερμανούς, και καιρό δε βρίσκανε να χτυπήσουνε συστηματικά τους βαρβάρους που ρημάζανε