Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
το Χρυσόστομο – από την Προύσα αυτός· το χαριτωμένο Λουκιανό, από τα Σαμόσατα της Φρυγίας, τον Αφρικανό τον Αθήναιο, τον Επίχτητο, από τη Φρυγία κι αυτός· το φιλοσοφικό βιογράφο Διογένη το Λαέρτιο, το Νεοπλατωνικό Πλωτίνο, άλλον Αφρικανό· έπειτα τους μαθηματικούς Νικόμαχο από την Ιεράπολη και Θέωνα από τη Σμύρνη· το μεγάλο μας γεωγράφο Στράβωνα τον Αμασηνό, τον άλλο μεγάλο μας ταξιδιώτη τον Παυσανία από την Καισάρεια. Όλους αυτούς και πάμπολλους άλλους, στην Ανατολή τους βρίσκουμε, κι από κει τους ακούμε και μαρτυρούν την Ελληνική τη νοστιμιά, την τέχνη, τη σοφία, που λες κ' έσβυσε το φως στην πηγή του, και ξανάναψε παρακείθε. Φως όμως δίχως την ιερή τη φωτιά, δίχως το κάτι εκείνο που από τους καιρούς του Τιμολέοντα δεν μας ξαναφάνηκε μήτε στην καθαυτό Ελλάδα μήτε στη Μικρασία.
Ελληνισμός με πολιτική ή και μ' απλή εθνική ιδέα το είδαμε πως δεν έπιασε στα μέρη εκείνα. Το πολύ ξεφυτρώσανε μερικά παραβλάσταρα γύρω στα ξερόκλαδα της αρχαϊκής αρετής, και τέτοια απομεινάρια παλιάς δόξας χρέος μας είναι να τα μαζέψουμε τα λίγα που βρίσκουνται.
Φαίνεται πως της τύχης μας είταν, όσες φορές τα βάζαμε με τους Πέρσους, τις πιώτερες να βγαίνουμε δοξασμένοι. Αυτό έγινε στα παλιά, έγινε και ξανάγινε κατόπι με τους Βυζαντινούς, το βλέπουμε λίγο και στην εποχή που ιστορούμε. Όταν ο Σαπώρης ο διάδοχος του Αρταξέρξη, που σύστησε το δεύτερο Περσικό Κράτος, έπιασε το Βαλεριανό (260 μ. Χ.), και πέρασε τον Ευφράτη, και χάλασε Αντιόχεια, Ταρσό και άλλες Ελληνικές πολιτείες, ήρθε και στην Καισάρεια. Είταν τότες η Καισάρεια και μεγάλη και πλούσια. Κατοίκους είχε ως τετρακόσες χιλιάδες. Μέσα λοιπό στους κατοίκους εκείνους βρίσκετ' ένας, Δημοστένης τόνομά του, που μαζεύει άξαφνα τους συμπατριώτες του, και βγαίνει να δείξη στήθος του Πέρσου. Ας πούμε πως ήταν ο Λεωνίδας της Καισαρείας αυτός· να δούμε τώρα και τον Εφιάλτη. Ο Εφιάλτης τους είταν ένας γιατρός που ύστερ' από λίγο βασάνισμα δε βάσταξε, παρά καθοδήγεψε τους Πέρσους πούθε να χυμίξουνε μέσα στη χώρα τη νύχτα. Μπήκαν οι Πέρσοι κι αρχίζει μεγάλη σφαγή. Τριγύριξαν τότε και το Δημοστένη, και πασκίσανε ζωντανό να τον πιάσουν. Εκείνος όμως καβαλλάρης και ξεσπαθωμένος χύθηκε καταπάνω τους, και σαν έκοψε κάμποσους κατώρθωσε να περάση και να ξεφύγη.
Οι Πέρσοι ως τόσο πήγαιναν ομπρός και ρημάζανε Συρία και Μικρασία. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα τότες βάλανε στρατηγό τους άλλον Έλληνα, τον Κάλλιστο. Αυτός ο Κάλλιστος, άξιος στα πολεμικά, έχοντας και γυμνασμένο στρατό, κατάφερε ένα χτύπημα τους Πέρσους που ολότελα τους παρέλυσε και τους ανάγκασε να πάρουν τον πίσω δρόμο.
Το κατόρθωμα τούτο του Κάλλιστου ταποτέλειωσε ο Σύριος ο Ωδέναθος που τους έσπασε στα γερά καθώς γύριζαν. Τον τίμησαν κι αυτόν οι Ρωμαίοι και τον έκαμαν Καίσαρα.
Είταν ο Ωδέναθος αυτός από την Παλμύρα. Κ' έτσι τόνομά του μας φέρνει στην περιξάκουστη εκείνη πόλη, χτισμένη κι αυτή από χέρια Ελληνικά, που καταμεσής στην έρημο της Αραβίας έλαμπε σαν αστέρι. Εκεί βασίλεψε η περίφημη η Ζηνοβία σαν απέθανε ο Ωδέναθος, και πρέπει να της χαρίσουμε μερικές αράδες, και για χάρη της, πιο