Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
μια Σύνοδο άρχισε να συναγροικιέται με την άλλη, κ' έτσι κατάντησε σταλήθεια είδος Ομοσπονδία. Έπειτα κ' ένα άλλο· μερικές από τις πολιτείες γενήκανε «Μητροπόλεις», κέντρα δηλαδή που οι Επίσκοποι τους είταν ανώτεροι από τους Επαρχιακούς Επισκόπους. Όσες πάλι «Μητροπόλεις» δοξάστηκαν από πολλούς μαρτύρους κι άγιους, είχαν και μεγαλήτερο πληθυσμό, προβιβάστηκαν ακόμα πιο απάνω κ' έγιναν Αποστολικές Εκκλησίες. Τέτοιες είταν η Ρώμη, τα Ιεροσόλυμα, η Αντιόχεια, η Αλεξάντρεια, η Έφεσο κ' η Κόρινθο.
Έχουμε λοιπόν Εκκλησία του Δήμου (τους λαϊκούς), Βουλή (τους Πρεσβύτερους), «Άρχοντας» (τους Επισκόπους), τέλος έχουμε και την «Ομοσπονδία» με τα «Συνέδρια» της. Έναν έναν έπαιρναν τους παλιούς τύπους και τους κολνούσανε στις Χριστιανικές αυτές Κοινότητες. Κάθε Ελληνικό που κατάντησε αργό στα πιώτερα μέρη εξαιτίας της ξενοκρατίας, το πήρε ο Χριστιανισμός και το γλύτωσε από το χαμό. Κι όχι μονάχα πολιτικούς τύπους, παρά και φιλοσοφικούς και φιλολογικούς, καθώς είδαμε, και θα ξαναδούμε λίγο κατόπι.
Εννοείται πως δημοκρατικοί τύποι δεν πάνε να πουν και δημοκρατική ουσία. Η ουσία είταν ολιγαρχική. Στη Ρώμη μάλιστα πήρε αμέσως ιεραρχικό δρόμο η θρησκεία, και δεν άργησε να καταντήση απόλυτη μοναρχική καθώς μένει ως τα τώρα, επειδή στα δυτικά τα κεφάλια πιώτερο ταίριαζε τέτοιο σύστημα. Όσο όμως κι αν άλλαξε κατόπι η δημοκρατική χρωματωσιά και της δικής μας Εκκλησίας, όσο κι αν γύρισε ολιγαρχική, ή καλλίτερα «δεσποτάδικη», οι τύποι κ' οι συνήθειες μνήσκουν ακόμα σαν πρώτα, κ' είναι μα την αλήθεια ιερό μουσείο του παλαιικού μας πολιτισμού ο Εκκλησιαστικός μας οργανισμός.
Είπαμε για τη Ρώμη, για τη Δύση. Στη Δύση όμως δεν ανακατεύτηκε το εθνικό, δηλαδή το πατριωτικό στοιχείο με το θρησκευτικό. Εκεί τον πήρανε το Χριστιανισμό σαν απλή θρησκεία, τον έκαμαν ιεραρχικό, τονέ γύρισαν όργανο πολιτισμού κ' εξουσίας, και τίποτις πιώτερο. Εμείς όμως τον κάμαμε κι αποθήκη για όσα λαμπρά απομεινάρια μπορέσαμε και μαζέψαμε από το γκρεμισμένο μας έθνος. Πολιτικά συστήματα, γλώσσα, μουσική, ρητορική – ως και τη σοφιστική μας φέραμε και μας βοήθησε στους δογματικούς πολέμους που ξέσπασαν κατόπι. Έγινε το λοιπόν εξανάγκης η θρησκεία μας εθνική, και τέτοια μνήσκει ως τα τώρα.
Ο μεγάλος εκείνος ο δρόμος που πήρε το καινούριο το κίνημα ανάμεσα σε τόσα ετοιμόπεφτα και μισοζώντανα συστήματα της αρχαίας ζωής δεν μπορούσε να μείνη κι ως το τέλος ομαλός κι ανεμπόδιστος. Όσο και να πηγαίνανε με την καινούρια πίστη οι φρονιμώτεροι, έμνησκαν ακόμα στα «καθεστώτα» οι πιώτεροι, μάλιστα όσοι ή ζούσαν από την Κυβέρνηση και λογάριαζαν το συφέρο τους, ή είτανε βουτηγμένοι στη παραλυσία, και δεν τους άρεζε ναφίνουν τις ηδονές τους. Μέρος βέβαια, και μάλιστα οι καθαυτό Έλληνες, πρέπει να φύλαγαν ακόμα μέσα στην ψυχή τους και την παλιά ευλάβεια· μα αν έμνησκε σε τέτοιους η τύχη μας δε θα παθαίναμε μήτε τα μισά που μας περιμένανε στο τέλος του τρίτου αιώνα.
Κι απ' όλα το χερώτερο, που οι Ρωμαίοι, που τόσους χρόνους αψηφούσαν τη νέα θρησκεία και την άφιναν απείραγη, βλέποντας άξαφνα