Ιστορία της Ρωμιοσύνης, Πρώτος τόμος. Eftaliotis Argyris
και τον άκουγαν Ιουδαίοι κ' Έλληνες, άντρες και γυναίκες, και βαφτίζουνταν όσοι πίστευαν. Όσοι όμως από τους πατριώτες του τους Ιουδαίους δεν πίστεψαν, κ' είταν πολλοί, αυτοί πικρά μαρτύρια του προξενήσανε με σκληρούς κατατρεγμούς, και θάμα είναι πώς το κατώρθωσε και ξέφυγε από τη φυλακή που τον είχανε ρίξει στους Φιλίππους αφού τον έδειραν. Από τη Μακεδονία κατέβηκε έπειτα στην Αθήνα. Στην Αθήνα Ιουδαίους πολλούς δε βρήκε· βρήκε όμως σοφούς και ρητόρους. Εκεί, στον Άρειο Πάγο, τους απαγγέλνει τον περίφημο εκείνο το λόγο του. Τους ξήγησε ποιος είνε ο Άγνωστος Θεός που του είχανε τόσους αιώνες στημένο Ναό, και δεν τονέ γνώριζαν. Εδώ τον Παύλο δεν τονέ βασάνισαν· δεν τον άκουσαν όμως και μ' ενθουσιασμό, μόνε ψυχρά και δύσπιστα οι πιώτεροι. Ο Αθηναίικος ο νους τέτοιες διδαχές δεν τις σήκωνε. Μίσεψε λοιπόν αποκείθε και πήγε στην Κόρινθο.
Η Κόρινθο, εμπορική πόλη, είταν τότες γεμάτη ξένους, και μάλιστα Ιουδαίους. Πήγαινε λοιπόν κατά τη συνήθεια του τα Σάββατα κι αντάμωνε τους πατριώτες του στα Συναγώγια και τους δίδασκε την καινούρια πίστη. Δεν τονέ δέχτηκαν όμως μηδ' αυτοί φιλικώτερα από τους Εβραίους της Μακεδονίας. Τότες ο Παύλος άρχισε και δίδασκε τους δικούς μας. Οι Ιουδαίοι ως τόσο δεν τον άφιναν ήσυχο μηδέ τώρα, παρά πήγανε στον Ανθύπατο της Αχαΐας το Γαλλίωνα, και κατηγόρησαν τον Παύλο πως πολεμούσε να φέρη καινούργιο Θεό. Ο Ρωμαίος όμως αρνήθηκε νανακατευτή σε ζητήματα κατά τη γνώμη του καθάρια δογματικά· πολιτική που πολύν καιρό την ακολούθησαν οι Ρωμαίοι, μη βλέποντας άλλο στο νέο κήρυγμα παρά άβλαβα Ιουδαϊκά ψιλολόγια.
Αφού προσηλύτισε κάμποσους ο Παύλος στην Κόρινθο, αφίνει τη θέση του στον Απολλώ, άλλο Ιουδαίο Χριστιανό, και μεταγυρίζει στην Ασία. Μα δεν την αλησμόνησε την Ελλάδα, μόνο ξαναφάνηκε πάλι· κι ακόμα σα δεν μπορούσε ατός του να ξανάρχεται έστελνε τον αγαπημένο του Τιμόθεο. Οι επιστολές του «Προς Κορινθίους» μας φανερώνουν πόση αγάπη τους είχε ο Παύλος και πόσο τους νοιάζουνταν πάντα. Μα και κάτι άλλο μας φανερώνουν οι επιστολές εκείνες· την τρομαχτική κακοήθεια, την ηθική παραλυσία που βασίλευε στη ρωμαϊσμένη την Κόρινθο. Κι ως τόσο σαν πατέρας ο Παύλος τους έγραφε και τους καθοδήγευε· «Τι θέλετε», τους ρωτούσε· «να σας έρθω με το ραβδί, ή με αγάπη και με πραοσύνη;» τέτοια τρυφερή συμπάθεια, τέτοια μακροθυμία την είχε ο μεγάλος του νους.
Αλλού πάλι τους δηγάται πονετικά τα μύρια βάσανα που για την αγάπη του Χρίστου υπόφερε κ' υποφέρνει. Τα δαρσίματα, τους φυλακισμούς, τα ναυάγια, και τελειώνει την αμίμητη εκείνη περίοδό του με το περίφημο, «Ποιος αρρωστάει και δεν αρρωστώ; ποιος σκανταλίζεται κ' εγώ δεν πυρώνω; Αν πρέπη να παινιέμαι, για την αδυναμία μου θα παινεθώ».
Είταν ο Παύλος θεόσταλτος άνθρωπος παραγγελμένος να θεμελιώση θρησκεία θεόσταλτη. Δίχως το Παύλο και τους οπαδούς του, σα δύσκολο φαίνεται να κρίνουμε τι δρόμο θάπαιρνε ο Χριστιανισμός.
Ως τα σωθικά της Ασίας από τη μια, ως την Ισπανία από την άλλη αντιλάλησε το μήνυμα του Χριστού. Και το πιο αξιοπαρατήρητο, που ευκολώτερα έπιασε το καινούριο κήρυγμα